Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου 2007

ΙΑΤΡΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ: ΑΛΗΘΕΙΑ Ή ΜΥΘΟΣ;


Παρακολουθώ τις ιατρικές εξελίξεις με ιδιαίτερη προσοχή, ιδιαίτερα δε αυτές που αφορούν την ιατρική έρευνα και τις συνέπειές της στην ανθρωπότητα. Το συμπέρασμά μου είναι ότι η ιατρική έρευνα έτσι όπως εφαρμόζεται σήμερα πάει από το κακό στο χειρότερο, ελάχιστα προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο, καταντάει την ιατρική, επιστήμη των «καφενείων» και όχι την «ωραιοτέρα των επιστημών», όπως δίδασκαν οι παλιοί καθηγητές. Ποια είναι τα αίτια όμως του φαινομένου αυτού; Μπορεί η κατάσταση να αναστραφεί και πότε οι πολίτες πρέπει να είναι επιφυλακτικοί;

Ας δούμε κατ’ αρχήν τι χρειάζεται για να ξεκινήσει μια σοβαρή έρευνα για να καταλάβουμε πού ακριβώς γίνονται τα λάθη:

1) Γιατροί: Η ερευνητική ομάδα πρέπει να απαρτίζεται από έμπειρους ιατρούς, οι οποίοι να έχουν ασχοληθεί με το αντικείμενο της έρευνας πολλά χρόνια. Φυσικά οι νέοι γιατροί δεν αποκλείονται αλλά πάντα με τη συνεργασία και βοήθεια των παλαιοτέρων. Τι γίνεται σήμερα; Οι παλαιότεροι γιατροί βλέπουν τους νέους με καχυποψία, ακόμα και ανταγωνιστικά. Πολλές φορές όχι μόνο δεν τους συμβουλεύουν, αλλά τους αφήνουν να εργαστούν μόνοι χωρίς επίβλεψη και διόρθωση.

2) Έτσι όπως δεν είναι ικανοί όλοι να γίνουν γιατροί (πράγμα πολύ εύκολο σήμερα), δεν είναι όλοι ικανοί να ολοκληρώσουν μια ιατρική έρευνα. Η Ακαδημαϊκή κοινότητα πρέπει να επιλέγει με μεγάλη προσοχή τους καταρτισμένους.

3) Τα άτομα τα οποία μελετώνται σε μια έρευνα πρέπει να είναι όσο το δυνατό περισσότερα. Όσα πιο πολλά είναι, τόσο περισσότερο χρόνο απαιτεί η έρευνα, τόσο πιο αντιπροσωπευτικά είναι τα αποτελέσματα και τόσο μεγαλύτερη αξία έχει. Ακόμα και αν λόγο του θέματος δεν είναι εύκολη η ανεύρεση μεγάλου αριθμού ασθενών, είναι προτιμότερο οι ερευνητές να την αναβάλουν σεβόμενοι τουλάχιστον την επιστήμη. Αλλά πώς θα μπορούσαν να το κάνουν αυτό όταν ο ανταγωνισμός τρέχει για το ποιος θα κάνει τις περισσότερες δημοσιεύσεις; Υπάρχουν γιατροί στο εξωτερικό οι οποίοι βγάζουν 8-10 έρευνες την εβδομάδα! Και η απάτη συνεχίζεται…

4) Όταν μελετάται μια ομάδα πασχόντων θα πρέπει από την άλλη μεριά να υπάρχει ένα μέτρο σύγκρισης. Μια υγιής ομάδα δηλαδή (control group) με βάση το οποίο θα κριθούν τα αποτελέσματα. Η ομάδα αυτή θα πρέπει να είναι ακριβώς ανάλογη με την ομάδα των πασχόντων και σε αναλογία 1:1. Δηλαδή για κάθε έναν πάσχοντα θα πρέπει να υπάρχει ένα απόλυτα υγειές άτομο με τα ίδια ποιοτικά χαρακτηριστικά του πάσχοντος, όπως ίδιος τρόπος ζωής, ίδια ηλικία, ίδιο φύλο κλπ. Τα αποτελέσματα δεν κρίνονται ποτέ με βάση την ήδη γνωστή βιβλιογραφία αφού πρόκειται για διαφορετικές ομάδες ατόμων που εξετάζονται και επομένως τα αποτελέσματα είναι τελείως παραπλανητικά!

5) Όταν ξεκινάει μια έρευνα ποτέ ο ερευνητής δεν πρέπει να σκέφτεται πως πρέπει οπωσδήποτε να αποδείξει αυτό που έχει στο μυαλό του. Πρέπει πάντοτε να λαμβάνει υπόψη του και την εκ διαμέτρου αντίθετη άποψη. Έχει αποδειχθεί πως όταν κάποιος θέλει οπωσδήποτε να αποδείξει κάτι, τελικά θα το κάνει «πάση θησεία»… Σε εμένα προσωπικά έχει τύχει να ξεκινάω μια έρευνα και τελικά με έκπληξη να καταλήγω στο αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που περίμενα, τηρουμένων φυσικά όλων των κανόνων. Αυτό σε καμία περίπτωση δε συνιστά αποτυχία!

6) Την επεξεργασία των αποτελεσμάτων πρέπει να αναλαμβάνει πάντα έμπειρος και ανεξάρτητος στατιστικολόγος, ο οποίος θα κρίνει επίσης αν τα δείγματα και τα αποτελέσματα έχουν στατιστική αξία ή όχι. Το να γίνεται ο ίδιος ο γιατρός στατιστικολόγος αυτομάτως μειώνει την αξία της έρευνας του αφού ενδέχεται κατά τη διάρκειά της να έχει επηρεάσει με ποικίλους τρόπους τα αποτελέσματα. Όταν ξεκινά μια έρευνα το υλικό και οι μέθοδοι που θα χρησιμοποιηθούν θα πρέπει να είναι γνωστά από πριν (πρωτόκολλο) και να μην αλλάζουν σε καμία περίπτωση κατά τη διάρκειά της. Οποιαδήποτε αλλαγή συνεπάγεται αυτόματα, αλλοίωση αποτελέσματος. Παραδείγματα υπάρχουν δεκάδες μερικά εκ των οποίων έχουν δημοσιευτεί και σε ελληνικά Μ.Μ.Ε.

7) Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίνεται σε μελέτες που αφορούν ζώα. Η εφαρμογή τους στον άνθρωπο είναι αμφίβολη και πολλοί ερευνητές δε συμφωνούν. Κατά τη γνώμη μου αξία έχουν μόνο όταν αποτελούν έναυσμα για περαιτέρω έρευνα στον άνθρωπο, το οποίο όμως δε γίνεται πάντα.

8) Η συνεργασία γιατρών – φαρμακευτικών εταιριών δεν είναι απαραίτητα κατακριτέα. Οι εταιρίες αυτές στηρίζονται στην κλινική εμπειρία των τελευταίων και είναι αδύνατη η οποιαδήποτε εξέλιξη της επιστήμης αν η συνεργασία αυτή διακοπεί. Σε καμία περίπτωση όμως οι εταιρίες δεν πρέπει να επηρεάζουν το αποτέλεσμα, ούτε να ακυρώνουν δημοσιεύσεις όποτε τα αποτελέσματα κρίνονται ασύμφορα. Ακόμα όμως κι αν το κάνουν, είναι μαθηματικά βέβαιο πως οι ίδιοι οι γιατροί θα τις απορρίψουν. Αν τυχόν υπάρχει χρηματοδότηση μιας έρευνας από κάποια φαρμακευτική εταιρία, αυτό θα πρέπει να αναφέρεται στο τέλος της έρευνας καθαρά.

9) Οι έρευνες οι οποίες γίνονται θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να έχουν κλινική σημασία. Τα αποτελέσματά τους να μπορούν δηλαδή να χρησιμοποιηθούν από τους γιατρούς για το καλό των ασθενών και όχι απλά για να αυξηθούν οι σελίδες ενός βιογραφικού. Αν ακούσει κανείς τα θέματα των συνεδρίων, θα μάθει ελάχιστα πράγματα που μπορεί να τον βοηθήσουν. Τα περισσότερα αφορούν θεωρητικές πληροφορίες τις οποίες έχουν συλλέξει οι συγγραφείς από το διαδίκτυο, που όμως είναι ήδη γνωστές σε όποιον γνωρίζει στοιχειωδώς να χειρίζεται το ιντερνέτ. Ρωτώ λοιπόν: Με ποια κριτήρια οι επιτροπές συνεδρίων επιλέγουν τα θέματα και ποιος είναι ο σκοπός των συνεδρίων τελικά;

10) Να μην εμπιστεύεστε ποτέ έρευνες που ακούτε αν δεν είστε σίγουροι ότι τηρήθηκαν όλοι οι ανωτέρω κανόνες. Θυμηθείτε π.χ. πόσες φορές ακούσαμε στην τηλεόραση ότι είμαστε κοντά στην ανακάλυψη του φαρμάκου για τον καρκίνο. Φυσικά ουδέποτε κάτι τέτοιο ανακαλύφθηκε και ούτε πρόκειται στο προσεχές μέλλον, αφού ακόμα αγνοούμε το αίτιο που τον προκαλεί!
Με βάση τα ανωτέρω ανατρέξτε σε μια οποιαδήποτε δημοσιευμένη έρευνα και ελέγξτε τη προσεκτικά. Αν βρείτε κάποια που να τηρεί όλους τους κανόνες, παρακαλώ να τη στείλετε και σε εμένα…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

 
Free cellphonesverizon cell phones